πιαλέος

πιαλέος
-α, -ον, Α
(ιων. ποιητ., μτγν. τ.)
1. παχύς, ευτραφής, σωματώδης («εἰ δ' ἐλάσσεις καὶ πενίην, δώσω πταλέον χίμαρον [=τράγο]»
Ανθ. Παλ.)
2. πλούσιος, εύπορος («πιαλέος πόσις», Νίκανδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖ-αρ «πάχος, λίπος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, λυσσ-αλέος), βλ. και λ. πίαρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιαλέα — πῑαλέα , πιαλέος rich neut nom/voc/acc pl πῑαλέᾱ , πιαλέος rich fem nom/voc/acc dual πῑαλέᾱ , πιαλέος rich fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαλέαι — πῑαλέαι , πιαλέος rich fem nom/voc pl πῑαλέᾱͅ , πιαλέος rich fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαλέον — πῑαλέον , πιαλέος rich masc acc sg πῑαλέον , πιαλέος rich neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …   Dictionary of Greek

  • σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • πιαλέη — πῑαλέη , πιαλέος rich fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαλέην — πῑαλέην , πιαλέος rich fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαλέης — πῑαλέης , πιαλέος rich fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαλέοι — πῑαλέοι , πιαλέος rich masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαλέοις — πῑαλέοις , πιαλέος rich masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”